- ἐόλει
- ἐόλει,A caused to waver, πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει ([ per.] 3sg. [tense] impf.), as Böckh for αἰόλλει in Pi.P.4.233:—[voice] Pass., ἐόλητο ([ per.] 3sg. [tense] plpf.) was troubled,
ἐόλητο νόον μελεδήμασι A.R.3.471
;ἐόλητο θυμὸν . . ὑποδμηθεὶς βελέεσσι Κύπριδος Mosch.2.74
; cf. ἐόληται· τετάρακται, ἐπτόηται, ὠδύνηται, Hsch. (Perh. cf. εἴλω.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.